Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- θρήσκευμα το [θrískevma] Ο49 : σύνολο δοξασιών και τύπων που αναφέρονται σε μια ορισμένη θρησκεία: Yπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Είναι καθολικός στο ~.
[λόγ. < ελνστ. θρήσκευμα, αρχ. σημ.: `θρησκευτική λατρεία΄]



