Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θηλυγονία
1 item total
θηλυγονία η [θiliγonía] Ο25 : 1. η γέννηση κοριτσιών. ANT αρρενογονία: H ~ είναι χαρακτηριστικό ορισμένων οικογενειών. 2. καθορισμός των κληρονομικών δικαιωμάτων με βάση το γενεαλογικό δέντρο της γυναίκας.

[λόγ. < αρχ. θηλυγονία (στη σημ. 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go