Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θεώρημα
1 item total
θεώρημα το [θeórima] Ο49 : επιστημονική πρόταση που η αλήθεια της χρειάζεται απόδειξη: Mαθηματικό ~. ~ της Γεωμετρίας. Πυθαγόρειο* ~. H απόδειξη των θεωρημάτων στηρίζεται στα αξιώματα.

[λόγ. < αρχ. θεώρημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go