Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- θερμοστάτης ο [θermostátis] Ο10 : όργανο που διατηρεί τη θερμοκρασία στο εσωτερικό μιας συσκευής ή ενός χώρου μεταξύ δύο προκαθορισμένων θερμοκρασιών: Ρυθμίζω το θερμοστάτη του θερμοσίφωνα. Aυτόματο πλυντήριο / ηλεκτρικό μάτι με θερμοστάτη. Tο ψυγείο είναι εφοδιασμένο με θερμοστάτη ψύξης.
[λόγ. < διεθ. thermo- = θερμο- + -stat = -στάτης]



