Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- θερμαστής ο [θermastís] Ο7 : τεχνίτης που έχει ως έργο τη συντήρηση της φωτιάς στο λέβητα μιας ατμομηχανής: ~ σε πλοίο / σε σιδηρόδρομο / σε εργοστάσιο.
[λόγ. θερμα(ν)- (θερμαίνω) -στής, σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. “θερμαντής” μτφρδ. γαλλ. chauffeur]