Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θερμαστής
1 item total
θερμαστής ο [θermastís] Ο7 : τεχνίτης που έχει ως έργο τη συντήρηση της φωτιάς στο λέβητα μιας ατμομηχανής: ~ σε πλοίο / σε σιδηρόδρομο / σε εργοστάσιο.

[λόγ. θερμα(ν)- (θερμαίνω) -στής, σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. “θερμαντής” μτφρδ. γαλλ. chauffeur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go