Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θεραπευτής
1 item total
θεραπευτής ο [θerapeftís] Ο7 θηλ. θεραπεύτρια [θerapéftria] Ο27 : (ιατρός) ~, αυτός που εφαρμόζει τις μεθόδους της θεραπευτικής: Ο καλός κλινικός δεν είναι απαραίτητα και καλός ~.

[λόγ. < αρχ. θεραπευτής `υπηρέτης, γιατρευτής΄· λόγ. θεραπευ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go