Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θεοσεβής
1 item total
θεοσεβής -ής -ές [θeosevís] Ε10 : που σέβεται το Θεό και ενεργεί σύμφωνα με τις εντολές του· ευσεβής.

[λόγ. < αρχ. θεοσεβής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go