Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θεοποιώ
1 item total
θεοποιώ [θeopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. θεωρώ κπ. ή κτ. ως Θεό, του αποδίδω θεϊκές ιδιότητες: Οι πρωτόγονοι λαοί θεοποιούσαν τα στοιχεία της φύσης. β. εξυψώνω κπ. θνητό στο επίπεδο των θεών, τον κατατάσσω μεταξύ των θεών: Mετά το θάνατό του ο Hρακλής θεοποιήθηκε. 2. (μτφ.) αποδίδω σε κπ. ή σε κτ. εξαιρετικές ιδιότητες, εκτιμώ, θαυμάζω υπερβολικά: H καταναλωτική κοινωνία θεοποίησε το χρήμα.

[λόγ. < ελνστ. θεοποιῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go