Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θειώδης
1 item total
θειώδης -ης -ες [θióδis] Ε11 : που μοιάζει με το θειάφι, κίτρινος ή κιτρινοπράσινος· (κυρ. στη χημ.) ονομασία ορισμένων ενώσεων του θείου: Θειώδη οξέα / άλατα.

[λόγ. < ελνστ. θειώδης `που περιέχει θειάφι (δες λ.)΄ & σημδ. λατ. sulfureus (σύγκρ. θειούχος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go