Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαυματουργός
1 εγγραφή
θαυματουργός -ή -ό [θavmaturγós] Ε1 : 1. που έχει την ικανότητα να κάνει θαύματα: Άγιος Nεκτάριος ο ~. Περιφέρουν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. 2. (μτφ.) που είναι πολύ αποτελεσματικός: Θαυματουργό φάρμακο / μηχάνημα. (έκφρ.) μικρό(ς), αλλά θαυματουργό(ς), για κπ. ή για κτ. με ικανότητα, αποτελεσματικότητα δυσανάλογα μεγάλη προς το μικρό μέγεθός του.

[λόγ. < ελνστ. θαυματουργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες