Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- θανατηφόρος -α -ο [θanatifóros] Ε4 : που προκαλεί θάνατο· (πρβ. θανάσιμος): Θανατηφόρα σύγκρουση / επιδημία. Θανατηφόρο δυστύχημα / τραύμα. Tο δάγκωμα της οχιάς είναι θανατηφόρο.
[λόγ. < αρχ. θανατηφόρος]



