Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- θαλασσοταραχή η [θalasotaraxí] Ο29 : ύπαρξη μεγάλων κυμάτων στην επιφάνεια της θάλασσας· τρικυμία, φουρτούνα: Tο πλοίο κινδύνεψε εξαιτίας της μεγάλης θαλασσοταραχής.
[θαλασσο- + ταραχή]



