Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θαλάσσιος
1 item total
θαλάσσιος -α -ο [θalásios] Ε6 : που ανήκει, που αναφέρεται στη θάλασσα, που προέρχεται απ΄ αυτήν: Θαλάσσιο φυτό / ζώο. Θαλάσσια λουτρά / ρεύματα. Θαλάσσιο σκι. Θαλάσσιες μεταφορές / συγκοινωνίες. Θαλάσσια αύρα. || ~ ελέφαντας, είδος φώκιας, μεγάλο σε μέγεθος, που έχει ρύγχος σαν προβοσκίδα. ~ λέων, θηλαστικό που ζει στη θάλασσα, μοιάζει με φώκια και έχει πτερύγια στα αυτιά.

[λόγ. < αρχ. θαλάσσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go