Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θέρος
2 εγγραφές [1 - 2]
θέρος ο [θéros] Ο18 : (λαϊκότρ.) α. το θέρισμα των σιτηρών· θερισμός. ΠAΡ ΦΡ ~, τρύγος, πόλεμος, για πράξεις, κυρίως εργασίες, που δε δέχονται αναβολή. β. η εποχή του θερισμού.

[αρχ. τό θέρος, με αλλ. γένους κατά το τρύγος]

θέρος το [θéros] Ο46 : (λόγ.) καλοκαίρι.

[λόγ. < αρχ. τό θέρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες