Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θέρετρο
1 item total
θέρετρο το [θéretro] Ο40 : α. τόπος κατάλληλος για θερινές διακοπές, παραθεριστικό κέντρο: H Bυτίνα είναι ένα από τα πιο γνωστά ορεινά θέρετρα. β. συγκρότημα κατοικιών για θερινή διαμονή: Tο ~ για τις οικογένειες των υπαλλήλων υπουργείου / τράπεζας κτλ.

[λόγ. < αρχ. θέρετρον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go