Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- θάμνος ο [θámnos] Ο18 σπάν. πληθ. και τα θάμνα : κάθε φυτό με ξυλώδεις βλαστούς, μικρού σχετικά ύψους, χωρίς κορμό και με κλαδιά που φυτρώνουν από την επιφάνεια του εδάφους· χαμόδεντρο, χαμόκλαδο: H τριανταφυλλιά και το πουρνάρι είναι θάμνοι. Συστάδα θάμνων. Tα φυτά χωρίζονται σε πόες, θάμνους και δέντρα.
[λόγ. < αρχ. θάμνος]
- θαμνοσκεπής -ής -ές [θamnoskepís] Ε10 : (λόγ.) (για τόπο) που είναι γεμάτος από θάμνους· θαμνώδης.
[λόγ. θάμν(ος) -ο- + -σκεπής]



