Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- θάλλω [θálo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) 1. (για φυτό) ευδοκιμώ, βλασταίνω σε αφθονία. 2. (μτφ.) α. είμαι ακμαίος· ακμάζω. β. (λογοτ.) είμαι άφθονος· αφθονώ.
[λόγ. < αρχ. θάλλω]



