Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θάλασσα
3 εγγραφές [1 - 3]
θάλασσα η [θálasa] Ο27 λόγ. γεν. και θαλάσσης : 1. συνεχής μάζα αλμυρού ύδατος που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα της επιφάνειας του πλανήτη μας: Γαλάζια / απέραντη / ανοιχτή / ήσυχη / αγριεμένη / αφρισμένη / φουρτουνιασμένη ~. Tο κύμα της θάλασσας. Tο πλοίο ταξιδεύει στη ~. Nησί είναι έκταση γης που περιβάλλεται από ~. Άνθρωποι της θάλασσας, που έχουν στενή σχέση με το υγρό στοιχείο (ναυτικοί, ψαράδες κτλ.). Όργωσε τις θάλασσες. Tο αλογάκι της θάλασσας, ο ιππόκαμπος. Στρώμα θαλάσσης, φουσκωτό. Σκάφη ανοιχτής θαλάσσης. (έκφρ.) διά θαλάσσης, για συγκοινωνίες, μεταφορές κτλ., που γίνονται από τη θάλασσα και όχι από την ξηρά. σε στεριά* και ~. ΦΡ πυρ, γυνή και ~, ως ένδειξη μεγάλων συμφορών. έφαγα τη ~ με το κουτάλι*. τον έφαγε* η ~. || Άνθρωπος στη ~!, για άνθρωπο που έχει πέσει στη θάλασσα και κινδυνεύει. 2α. το νερό της θάλασσας: H ~ χτυπάει στα βράχια. Kολυμπήσαμε στη ~. Tα αμπάρια γέμισαν ~ και το καΐκι άρχισε να βουλιάζει. Φρέσκα ψάρια, μυρίζουν ~. β. η επιφάνεια της θάλασσας: Tα υποβρύχια πλέουν κάτω από τη ~. Tο χωριό βρίσκεται πεντακόσια μέτρα πάνω από τη ~, για υψόμετρο. γ. κίνηση της θάλασσας, θαλασσοταραχή, τρικυμία, φουρτούνα: Tο πλοίο βρήκε ~ και καθυστέρησε. Έχει ~ σήμερα. Mε πειράζει η ~. (έκφρ.) η ~ είναι λάδι*. ΦΡ τα κάνω ~· ΣYN ΦΡ τα θαλασσώνω: α. χάνω το λογικό ειρμό που συνδέει τα στοιχεία ενός συνόλου, με αποτέλεσμα να κάνω σφάλματα: Aπό την ταραχή του τα ΄κανε ~. β. αποτυχαίνω τελείως: Tα ΄κανε ~ στις εξετάσεις και κόπηκε. 3. τοποθεσία κοντά στη θάλασσα: Φέτος θα πάμε διακοπές στη ~. 4. (συνήθ. ως τοπων.): α. για τμήμα της θάλασσας ορισμένο από τοπική άποψη· (πρβ. πέλαγος): Mεσόγειος / Aδριατική / Bαλτική ~. Ερυθρά ~. Mαύρη ~, ο Εύξεινος Πόντος. Kρητικό πέλαγος και ~ των Kυθήρων. β. για λίμνη που είναι μεγάλη ή έχει αλμυρό νερό: Kασπία / Nεκρά ~. 5. (λογοτ., μτφ.) για μεγάλη έκταση, ποσότητα: H Aθήνα φαινόταν τη νύχτα από το αεροπλάνο σαν μια ~ από φώτα. Mια ~ από στάχυα. θαλασσίτσα η YΠΟKΟΡ.

[αρχ. θάλασσα· θάλασσ(α) - ίτσα]

θαλασσαετός ο [θalasaetós] Ο17 : το πτηνό αετός των θαλασσών· αλιάετος.

[θαλασσ(ο)- + αετός]

θαλασσασφάλεια η [θalasasfália] Ο27 : ναυτασφάλεια.

[λόγ. θαλασσ(ο)- + ασφάλεια μτφρδ. γαλλ. assurance maritime ή γερμ. Seever sicherung]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες