Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θάβω
1 εγγραφή
θάβω [θávo] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. και τάφηκα, απαρέμφ. και ταφεί (στη σημ. 1β) : 1α. τοποθετώ ένα νεκρό σώμα μέσα στη γη, μέσα σε τάφο· ενταφιάζω: Έκαναν ανακωχή για να θάψουν τους νεκρούς. Είναι θαμμένος στο A' νεκροταφείο. || Tον έθαψαν ζωντανό. β. κηδεύω: Tον έθαψαν με όλες τις τιμές. Θα ταφεί με τιμές αρχηγού κράτους. (έκφρ.) θα μας θάψει όλους, θα ζήσει περισσότερο από μας, θα πεθάνει τελευταίος. ΠAΡ ΦΡ τώρα που βρήκαμε παπά*, να θάψουμε πέντ΄ έξι. 2α. βάζω κτ. μέσα στη γη και το καλύπτω συνήθ. με χώμα· παραχώνω: Θάφτηκαν στις χωματερές χιλιάδες τόνοι μήλα και ροδάκινα. Tα σκουπίδια συμπιέζονται και θάβονται σε ειδικούς χώρους. β. κρύβω κτ. βαθιά, καλά: Στα θεμέλια της οικοδομής βρέθηκε θαμμένος ένας τενεκές με λίρες. || Στα βάθη της θάλασσας είναι θαμμένο το μυστικό της Aτλαντίδας. γ. (μτφ.) αποκρύπτω κτ., το κρατώ κρυφό σκόπιμα: Έθαψαν την υπόθεση / την καταγγελία / το σκάνδαλο και δεν είδε το φως της δημοσιότητας. 3. σκεπάζω κτ. εντελώς και το εξαφανίζω, το καταστρέφω: Tρία χωριά θάφτηκαν κάτω από τη λάβα του ηφαιστείου. Πολλοί άνθρωποι θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια του κτιρίου, καταπλακώθηκαν. || (μτφ.): Θάφτηκαν οι ελπίδες / τα όνειρα μιας ολόκληρης γενιάς, καταστράφηκαν, διαψεύστηκαν. 4. (μτφ.) α. προκαλώ σοβαρή ζημιά ή καταστροφή σε κπ.· χαντακώνω: Tην έθαψε ο μάρτυρας με τα στοιχεία που κατέθεσε εναντίον της. Ο τερματοφύλακας έθαψε την ομάδα με τα λάθη του. β. περιορίζω κπ. σ΄ ένα χώρο που του μειώνει πολύ, του στερεί τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες επαγγελματικής ή ευρύτερα κοινωνικής εξέλιξης και προόδου: Θάφτηκε με τη μετάθεσή του σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. γ. (οικ.) κατακρίνω, κακολογώ ή κουτσομπολεύω έντονα κπ.: Σε θάψαμε την ώρα που έλειπες. Ποιον θάβετε πάλι;

[μσν. θάβω < αρχ. θά(πτω) μεταπλ. -βω με βάση το συνοπτ. θ. θαψ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες