Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηχηρός -ή -ό [ixirós] Ε1 : που παράγει δυνατό ήχο: Hχηρό φιλί. Hχηρό ράπισμα. (έκφρ.)
και άλλα ηχηρά παρόμοια, για εκφράσεις πομπώδεις. || (γλωσσ.) που κατά την άρθρωσή του πάλλονται οι φωνητικές χορδές: ~ φθόγγος. Hχηρά σύμφωνα.
ηχηρά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ήχ(ος) -ηρός μτφρδ. γαλλ. sonore]