Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηχηροποίηση η [ixiropíisi] Ο33 : (γλωσσ.) η τροπή ενός άηχου συμφώνου στο αντίστοιχο ηχηρό.
[λόγ. ηχηρ(ός) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. sonorisation]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. ηχηρ(ός) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. sonorisation]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |