Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηφαιστειακός
1 εγγραφή
ηφαιστειακός -ή -ό [ifestiakós] Ε1 : που αναφέρεται στο ηφαίστειο: Hφαιστειακή έκρηξη. Hφαιστειακές δυνάμεις. Hφαιστειακά πετρώματα.

[λόγ. ηφαίστει(ον) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες