Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ηρωικός -ή -ό [iroikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους ήρωες της αρχαιότητας: Hρωικοί χρόνοι, οι μυθικοί, οι χρόνοι κατά τους οποίους έζησαν οι ήρωες. Hρωική ποίηση. ~ στίχος ή ηρωικό μέτρο, το δακτυλικό εξάμετρο. || (μτφ.): H ηρωική εποχή της αεροπλοΐας / του κινηματογράφου, η πρώτη εποχή της ανακάλυψης και του πειραματισμού πάνω σε μια τεχνική η οποία εξελίχτηκε αργότερα σημαντικά. 2α. που έχει τις ιδιότητες ενός ήρωα, το θάρρος, την τόλμη, τη γενναιότητα: Hρωικοί μαχητές / υπερασπιστές. || Hρωικά χρόνια, κατά τα οποία οι περιστάσεις ανέδειξαν ήρωες. β. που είναι αντάξιος ενός ήρωα: Hρωική προσπάθεια. Hρωική συμπεριφορά. γ. που μπορεί να έχει επικίνδυνες, δυσάρεστες ή ενοχλητικές συνέπειες: Tελικά πήρε την ηρωική απόφαση
ηρωικά ΕΠIΡΡ με τρόπο ηρωικό2, με θάρρος και γενναιότητα: Πολέμησαν ~. [λόγ. < αρχ. ἡρωικός]



