Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ημιώροφος
1 item total
ημιώροφος ο [imiórofos] Ο19 : όροφος συνήθ. χαμηλοτάβανος και χωρίς μπαλκόνι, που βρίσκεται ανάμεσα στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο· μεσοπάτωμα.

[λόγ. ημι- + -ώροφος μτφρδ. γερμ. Halbgeschoß]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go