Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ημερεύω
1 item total
ημερεύω [imerévo] Ρ5.2α : 1. κάνω κπ. ήμερο, πράο· ημερώνω, ηρεμώ: Hμέρευε τα άγρια θηρία. || γίνομαι ήμερος, πράος· ημερώνω: Tο αγρίμι είχε ημερέψει. 2. (μτφ.) καθησυχάζω, καταπραΰνω κπ.: Tον πόνο της ψυχής μου προσπαθεί να ημερέψει. Tον παρηγόρησε και τον ημέρεψε. || μαλακώνω, απαλύνω: Nα δεις που θα ημερέψουν οι πόνοι σου.

[μσν. ημερεύω < ήμερ(ος) -εύω (διαφ. το αρχ. ἡμερεύω `περνάω την ημέρα΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go