Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλεκτροδότηση
1 εγγραφή
ηλεκτροδότηση η [ilektroδótisi] Ο33 : η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος συνήθ. σε μεγάλη έκταση με τη δημιουργία της κατάλληλης υποδομής.

[λόγ. ηλεκτροδοτη- (ηλεκτροδοτώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες