Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ηλεκτροδοτώ [ilektroδotó] -ούμαι Ρ10.9 : δημιουργώ την κατάλληλη υποδομή και παρέχω ηλεκτρικό ρεύμα, συνήθ. σε μεγάλη έκταση: Hλεκτροδοτήθηκε η ελληνική ύπαιθρος.
[λόγ. ηλεκτρο- + -δοτώ]



