Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ηγούμαι
1 item total
ηγούμαι [iγúme] Ρ10.9β : (λόγ., με γεν.) διευθύνω, διοικώ, πρωτοστατώ: ~ του στρατεύματος, είμαι επικεφαλής του στρατεύματος. Hγείται της προσπάθειας για ανανέωση του κόμματος.

[λόγ. < αρχ. ἡγοῦμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go