Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ηγέτης
1 item total
ηγέτης ο [ijétis] Ο10 θηλ. (λόγ.) ηγέτις [ijétis] στη σημ. 1 & ηγέτιδα [ijétiδa] Ο28 στη σημ. 2 : 1. ως γενική έννοια, για οποιονδήποτε έχει ανώτατο αξίωμα: ~ κράτους. || αυτός που είναι επικεφαλής, που διευθύνει, διοικεί ή πρωτοστατεί και κατευθύνει κάποια δραστηριότητα ενός συγκροτημένου συνόλου· αρχηγός που θεωρείται προικισμένος με ιδιαίτερες ικανότητες: Ο ~ της Λιβύης / της Kούβας. Xαρισματικός ~. Ο ~ της αντιπολίτευσης. Ο ~ της ορθοδοξίας. Ο θρησκευτικός ~ της Περσίας. Οι πνευματικοί ηγέτες του ελληνικού έθνους. ~ ενός καλλιτεχνικού ρεύματος. 2. (ως επίθ.): H ηγέτιδα δύναμη του δυτικού κόσμου.

[λόγ. < αρχ. ἡγέτης· λόγ. ηγέτ(ης) -ις (πρβ. ελνστ. διαλεκτ. ἁγέτις `ηγέτιδα΄)· λόγ. ηγέτ(ις) -ιδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go