Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ζωύφιο
1 item total
ζωύφιο το [zoífio] Ο42 : γενικά οποιοδήποτε πάρα πολύ μικρό ζώο, συνήθ. παρασιτικό, και κυρίως έντομο: Όταν γυρίσαμε από τις διακοπές, το σπίτι είχε γεμίσει με κάθε είδους ζωύφια.

[λόγ. < ελνστ. ζῳύφιον (υποκορ. του αρχ. ζῷον)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go