Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ζωικός
2 items total [1 - 2]
ζωικός 1 -ή -ό [zoikós] Ε1 : που αναφέρεται στα ζώα: α. (σε αντιδιαστολή προς το φυτικός) που προέρχεται από αυτά: Zωικές ίνες / ουσίες / ορμόνες. Zωικό λίπος. Zωική κόλλα. || που ανήκει στα ζώα: Zωικό βασίλειο, το σύνολο των ζώων· (πρβ. πανίδα). β. (σε αντιδιαστολή προς το ανθρώπινος) που ταιριάζει στα ζώα: H τέχνη εξυψώνει τον άνθρωπο από το ζωικό στο ανθρώπινο επίπεδο.

[λόγ. < αρχ. ζωϊκός < ζῷ(ον) -ικός]

ζωικός 2 -ή -ό : που αναφέρεται, που έχει σχέση με το φαινόμενο της ζωής: Zωική θερμότητα, που παράγεται από την καύση θρεπτικών ουσιών, η οποία συντελείται στους ζωντανούς οργανισμούς: ~ μαγνητισμός*. Zωικές δυνάμεις, ζωτικές.

[λόγ. ζω(ή) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go