Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ζοφερός
1 item total
ζοφερός -ή -ό [zoferós] Ε1 : α. υπερβολικά σκοτεινός· κατασκότεινος: Zοφερή νύχτα. β. (συνήθ., μτφ.) που εμπνέει φόβο, ανησυχία, βαθιά μελαγχολία, θλίψη ή απαισιοδοξία: Zοφερή κατάσταση. Zοφερές σκέψεις / μέρες. Περιέγραψε την κατάσταση με τα πιο ζοφερά χρώματα.

[λόγ. < αρχ. ζοφερός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go