Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ζελατίνη
1 item total
ζελατίνη η [zelatíni] Ο30 : 1. (χημ.) α. κολλώδης διαφανής ουσία, λίγο ή πολύ μαλακή, που παράγεται από ζωικούς υμένες ή κόκαλα· (πρβ. ζελατίνα). β. εκρηκτικό μείγμα από νιτρογλυκερίνη σε μορφή ζελατίνης. 2. (λόγ.) ζελατίνα.

[λόγ. < γαλλ. gélat(ine) -ίνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go