Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ζέσταμα
1 item total
ζέσταμα το [zéstama] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ζεσταίνω. α. θέρμανση: Kρύωσε το φαγητό και θέλει ~. β. (ειδ. αθλ.) η προετοιμασία των αθλητών με ελαφρές ασκήσεις πριν από την άθληση· προθέρμανση2.

[ζεστα- (ζεσταίνω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go