Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύχομαι
1 εγγραφή
εύχομαι [éfxome] Ρ αόρ. ευχήθηκα, απαρέμφ. ευχηθεί : α.εκφράζω την ευχή, την επιθυμία να γίνει κτ.: ~ ο καινούριος χρόνος να είναι ειρηνικός. (Σου) ~ να ζήσεις και να ευτυχήσεις. Δε σου ~ να βρεθείς στη δική μου δύσκολη θέση, αντίθετα το απεύχομαι. ~ το κακό κάποιου, τον καταριέμαι. || απευθύνω σε κπ. τις ευχές μου: Σου ~ καλημέρα / καλή όρεξη / περαστικά / καλό ταξίδι / καλές γιορτές / καλή επιτυχία / κάθε ευτυχία / ευτυχισμένο τον καινούριο χρόνο. Tου τηλεφώνησα για να τον ευχηθώ. Tου ευχήθηκα για τη γιορτή του / για τη γέννηση του παιδιού του. ~ από τα βάθη της καρδιάς μου καλή σταδιοδρομία. β. δίνω την ευχή μου, την ευλογία μου: Ο γέρος ευχήθηκε τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ο ιερέας ευχήθηκε το εκκλησίασμα. γ. προσεύχομαι, παρακαλώ: H εκκλησία εύχεται για την ειρήνη του κόσμου / τη σωτηρία των πιστών. ~ στο Θεό να σε προστατεύει.

[λόγ. < αρχ. εὔχομαι `προσεύχομαι, παρακαλώ, εύχομαι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες