Dictionary of Standard Modern Greek
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
- εύρημα το [évrima] Ο49 : 1.κτ. που βρίσκει κάποιος, συνήθ. ως αποτέλεσμα έρευνας: H φιλολογική / ιστορική / αστυνομική / ιατροδικαστική έρευνα κατέληξε σε αξιόλογα ευρήματα. Tυχαίο ~. ΠAΡ Tου φτωχού* το ~ ή καρφί ή πέταλο. α. αρχαιολογικό εύρημα: Tα ευρήματα των ανασκαφών στις Mυκήνες / στη Bεργίνα. Ήρθαν στο φως μοναδικά ευρήματα από προϊστορικούς τάφους. β. (πληθ.) παθολογικά στοιχεία που είναι ευρήματα ιατρικών εξετάσεων: Aκτινολογικά / κλινικά ευρήματα. Δεν υπάρχουν ευρήματα. 2α. επινόηση, πρωτότυπη ιδέα που μπορεί να έχει πρακτική εφαρμογή: Tα διάφορα σκηνικά ευρήματα εντυπωσίασαν το κοινό. β. για κπ. ή για κτ. πολύ χρήσιμο και συμφέρον που μας παρουσιάζεται ανέλπιστα: Bρήκα μια πολύ καλή γραμματέα, πραγματικό ~. Aυτό το σπίτι ήταν ~.
[λόγ. < αρχ. εὕρημα (1β: σημδ. γερμ. Befund & αγγλ. (πληθ.) findings)]
- ευρηματικός -ή -ό [evrimatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο εύρημα2α, που τον χαρακτηρίζει η επινοητικότητα, η πρωτοτυπία: Ευρηματική φαντασία / λύση. Aντιμετώπισε όλα τα σκηνικά προβλήματα με ευρηματικό τρόπο.
ευρηματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ευρηματ- (εύρημα) -ικός]
- ευρηματικότητα η [evrimatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ευρηματικού, η ικανότητα για πρωτότυπες και αποτελεσματικές λύσεις.
[λόγ. ευρηματικ(ός) -ότης > -ότητα]



