Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εύπιστος
1 item total
εύπιστος -η -ο [éfpistos] Ε5 : που πιστεύει με ευκολία ό,τι ακούει, συνήθ. εξαιτίας της αφέλειας που τον χαρακτηρίζει, χωρίς να υποπτεύεται ότι η πραγματικότητα μπορεί να έχει παραποιηθεί εσκεμμένα ή από άγνοια. ANT δύσπιστος.

[λόγ. < αρχ. εὔπιστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go