Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εύλογος
1 item total
εύλογος -η -ο [évloγos] Ε5 : για κτ. που θεωρείται λογικό, δικαιολογημένο: Tίθεται ένα εύλογο ερώτημα. Οι αντιδράσεις δεν προκλήθηκαν χωρίς λόγο, αντίθετα ήταν πολύ εύλογες. Εύλογη τιμή, όχι υπερβολική. Θεωρώ ότι είναι εύλογο να… εύλογα ΕΠIΡΡ: Όπως ~ υποστήριξε ο ομιλητής… (λόγ.) ευλόγως ΕΠIΡΡ: ~ αρνήθηκε να υπακούσει.

[λόγ. < αρχ. εὔλογος, εὐλόγως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go