Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εύθυμος
1 item total
εύθυμος -η -ο [éfθimos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από ευθυμία. ANT δύσθυμος: ~άνθρωπος / χαρακτήρας / τύπος. Εύθυμη συντροφιά. Εύθυμη χήρα*. 2. που προκαλεί ευθυμία: Εύθυμη διήγηση / ιστορία. εύθυμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. εὔθυμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go