Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εφευρέτης
1 item total
εφευρέτης ο [efevrétis] Ο10 θηλ. εφευρέτρια [efevrétria] Ο27 : αυτός που έχει κάνει μία ή περισσότερες, συνήθ. σημαντικές, εφευρέσεις: Ο Γουτεμβέργιος είναι ο ~ της τυπογραφίας, ο Mπελ του τηλεφώνου.

[λόγ. < ελνστ. ἐφευρέτης, ἐφευρέτρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go