Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εφήβαιο
1 item total
εφήβαιο το [efíveo] Ο40 : (ανατ.) τριγωνικό έπαρμα στο κατώτερο τμήμα του υπογαστρίου, που από την περίοδο της ήβης και ύστερα καλύπτεται από τρίχωμα· ήβη2· (στις γυναίκες) όρος της Aφροδίτης.

[λόγ. < ελνστ. ἐφήβαιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go