Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ευφραδής
1 item total
ευφραδής -ής -ές [efraδís] Ε10 : (λόγ.) που έχει ευφράδεια: ~ ομιλητής.

[λόγ. < ελνστ. εὐφραδής `που εκφράζεται με ορθότητα΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ευφράδεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go