Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ευφραδής -ής -ές [efraδís] Ε10 : (λόγ.) που έχει ευφράδεια: ~ ομιλητής.
[λόγ. < ελνστ. εὐφραδής `που εκφράζεται με ορθότητα΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ευφράδεια]



