Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ευτύχημα
1 item total
ευτύχημα το [eftíxima] Ο49 : γεγονός πολύ ευχάριστο, περίπτωση ή σύμπτωση πολύ ευνοϊκή, στις εκφράσεις το ~ είναι / είναι ~ (ότι)… ANT το δυστύχημα είναι / είναι δυστύχημα (ότι)…: Tο ~ είναι ότι σώθηκαν όλοι οι ναυαγοί. Ήταν ~ που δεν πούλησα το σπίτι / που είχε τόσο καλούς δασκάλους. Δεν επικράτησε η άποψή του, και ήταν ~. έχω το ~ να…, έχω την ευτυχία να…

[λόγ. < αρχ. εὐτύχημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go