Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ευσπλαχνία
1 item total
ευσπλαχνία η [efsplaxnía] & ευσπλαγχνία η [efsplaŋxnía] Ο25 : η ιδιότητα του εύσπλαχνου, η λύπη για τη δυστυχία κάποιου ανθρώπου και η διάθεση για βοήθεια, για συμπαράσταση· φιλευσπλαχνία. ANT ασπλαχνία: Δείξε λίγη ~ γι΄ αυτό / σε αυτό το δυστυχισμένο πλάσμα.

[λόγ. < ελνστ. εὐσπλαγχνία (αρχ. σημ.: `σταθερότητα΄) και απλοπ. του συμφ. συμπλ. κατά το σπλαχνικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go