Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ευσεβάστως [efsevástos] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) με πολύ σεβασμό.
[λόγ. ευσέβαστ(ος) `άξιος σεβασμού΄ (< ευ- σεβαστός κατά το αξιοσέβαστος) -ως μτφρδ. γαλλ. respectueusement]



