Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ευσέβεια
1 item total
ευσέβεια η [efsévia] Ο27 : η ιδιότητα του ευσεβούς, ο σεβασμός προς το θείο. ANT ασέβεια: Είναι γνωστή η ~ του ελληνικού λαού. Οι όσιοι τιμήθηκαν από την εκκλησία για την ευσέβειά τους.

[λόγ. < αρχ. εὐσέβεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go