Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ευρωβουλευτής
1 item total
ευρωβουλευτής ο [evrovuleftís] Ο7 θηλ. ευρωβουλευτής [evrovuleftís] & ευρωβουλευτίνα [evrovuleftína] Ο26 : μέλος του ευρωκοινοβουλίου.

[λόγ. ευρω- + βουλευτής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ευρωβουλευτ(ής) -ίνα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go