Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ευρυμάθεια η [evrimáθia] Ο27 : η ιδιότητα του ευρυμαθούς, η ευρύτητα των γνώσεων· (πρβ. πολυμάθεια): Είναι άνθρωπος με μεγάλη ~ αλλά και με μεγάλο βάθος γνώσεων.
[λόγ. ευρυμαθ(ής) -εια κατά το πολυμάθεια]



