Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευνούχος
1 εγγραφή
ευνούχος ο [evnúxos] Ο18 : 1.άντρας από τον οποίο έχουν αφαιρεθεί ή καταστραφεί οι όρχεις, όταν αυτός βρισκόταν στην προεφηβική ηλικία. || (ειδικότ.) ευνουχισμένος άντρας που υπηρετούσε ως φύλακας χαρεμιού. 2. (μτφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που έχει χάσει το δυναμισμό του.

[λόγ. < αρχ. εὐνοῦχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες