Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ευκατάστατος -η -ο [efkatástatos] Ε5 : που βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση· εύπορος, πλούσιος*: Είναι πολύ ~. H οικογένειά του είναι ευκατάστατη.
[λόγ. < ελνστ. εὐκατάστατος `σταθερά τοποθετημένος΄ κατά τη σημ. του (οικονομική) κατάσταση]



