Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ευκατάστατος
1 item total
ευκατάστατος -η -ο [efkatástatos] Ε5 : που βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση· εύπορος, πλούσιος*: Είναι πολύ ~. H οικογένειά του είναι ευκατάστατη.

[λόγ. < ελνστ. εὐκατάστατος `σταθερά τοποθετημένος΄ κατά τη σημ. του (οικονομική) κατάσταση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go